καρκινωμάτων

καρκινωμάτων
καρκίνωμα
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • καρκίνωση — Ασθένεια των φυτών που εκδηλώνεται με τη μορφή περισσότερο ή λιγότερο εμφανών καρκινωμάτων (όγκων), τα οποία αποτελούν τη μορφολογική αντίδραση των ιστών στην προσβολή τους από τα παθογόνα αίτια της ασθένειας. Οι κ. αποδίδονται είτε στη δράση… …   Dictionary of Greek

  • μελανισμός — ο βιολ. η δημιουργία και συγκέντρωση μελανίνης σε ορισμένα σημεία τού σώματος ή και σε ολόκληρη την επιδερμίδα (α. «φυσιολογικός μελανισμός» η συγκέντρωση μελανίνης στην επιδερμίδα κατά την έκθεση τού ανθρώπου στο ηλιακό φως, με αποτέλεσμα το… …   Dictionary of Greek

  • κονδουραγκίνη — Ουσία που απομονώνεται από το αναρριχητικό φυτό μαρσδεvία το κονδουράγκοκονολόπους το κονδουράγκο, της οικογένειας των ασκληπιαδιδών (δικοτυλήδονα)· περιέχει υψηλές ποσότητες τανίνης, ένα γλυκοζίδιο και ένα αλκαλοειδές, παρόμοιο στη δράση με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”